- μονάζει
- μονάζωto be alonepres ind mp 2nd sgμονάζωto be alonepres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αθωνίτης — ο (θηλ. ίτις) [Άθως] 1. αυτός που μονάζει στον Άθω 2. αυτός που αναφέρεται στον Άθω … Dictionary of Greek
κρυπτομόναχος — κρυπτομόναχος, ὁ (Μ) μοναχός που μονάζει κρυφά … Dictionary of Greek
μοναδικός — ή, ό (ΑΜ μοναδικός, ή, όν) [μονάς] αυτός που αποτελεί μονάδα, ένας και μόνος, αποκλειστικός («το μοναδικό βιβλιοπωλείο που υπάρχει στις Καρυές δείχνει με τα βιβλία του τί είναι στο Όρος το πνεύμα», Παπαντ.) νεοελλ. (κατ επέκτ.) αυτός που είναι… … Dictionary of Greek
μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… … Dictionary of Greek
χαρακίτης — και χαρακείτης, ὁ, Α 1. αυτός που μένει μέσα σε χώρο περιφραγμένο με αιχμηρούς πασσάλους 2. μτφ. αυτός που ζει κλεισμένος σε μοναστήρι, που μονάζει 3. φρ. «χαρακίτης τιθυμαλίς» το φυτό τιθύμαλλος*, χαρακιάς* (Αφρικαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χάραξ, ακος… … Dictionary of Greek
Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… … Dictionary of Greek
Σωφρόνίος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 Σ. Α’ πατριάρχης Ιεροσολύμων. > Σωφρόνιος, όνομα πατριαρχών των Ιεροσολύμων (1). 2. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Πολυμαθής και μελετητής των Γραφών. Κατά τους Συναξαριστές ήταν επίσκοπος της Κωνστάντιας… … Dictionary of Greek
μοναχός — μοναχός, ή, ό και μονάχος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι με άλλους, μόνος, γνήσιος, αληθινός: Έμαθε μοναχός του να διαβάζει. 2. φρ., «Είναι σπίρτο μονάχο», για κάποιον που είναι πανέξυπνος. ο αυτός που μονάζει, ο καλόγερος, ο μοναστής: Η πίστη του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στυλίτης — ο μοναχός που μονάζει πάνω σε στύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)